βαρουλκός

βαρουλκός
βαρουλκός, η (Α)
(ενν. μηχανή) το βαρούλκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάρος + -ουλκός < ολκή ή ολκός < έλκω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βαρουλκοῦ — βαρουλκός lifting screw masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρουλκῷ — βαρουλκός lifting screw masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρούλκο — Συσκευή η οποία επιτρέπει την άσκηση ισχυρών ελκτικών δυνάμεων, μέσω ενός συστήματος σχοινιών ή αλυσίδων με εφαρμογή περιορισμένων κινητήριων δυνάμεων. Ο παλαιότερος τύπος β. αποτελείται από ένα ξύλινο τύμπανο που περιστρέφεται σε έναν άξονα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”